- επαυλώ
- ἐπαυλῶ, -έω (Α)1. παίζω αυλό σύμφωνα με μια μελωδία, συνοδεύω κάτι με αυλό («ἡμίφωνον ἤδη τῇ θυσίᾳ ἐπαυλοῡν», Λουκιαν.)2. αντηχώ, αντιλαλώ («πρὸς τὰ αὐλήματα τῶν ποιμένων αἱ σκοπιαὶ ἐπαυλοῡσαι», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αυλώ (< αυλός) «παίζω αυλό»].
Dictionary of Greek. 2013.